- διαμετακομίζω
- 1. μεταφέρω από έναν τόπο στον άλλο διά μέσου τρίτου τόπου2. μεταφέρω από τελωνειακή αποθήκη σε άλλη αποθήκη ή σε άλλο τελωνείο ή σε άλλη χώρα αφορολόγητα εμπορεύματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμετακομίζω — διαμετακομίζω, διαμετακόμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαμετακομίζω — διαμετακόμισα, διαμετακομίστηκα, διαμετακομισμένος, μεταφέρω, κυρίως εμπορεύματα, από μια χώρα σε άλλη διαμέσου μιας τρίτης: Πρέπει να διαμετακομίσεις σύντομα όλο το φορτίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)